ακινητικός
From LSJ
Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit
-ή, -ό
ο σχετικός με τη μείωση ή την αναστολή της κινητικότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < α- + κινητικός, πρβλ. αγγλ. acinetic].