ακινητικός

From LSJ
Revision as of 10:30, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit

Menander, Monostichoi, 219

Greek Monolingual

-ή, -ό
ο σχετικός με τη μείωση ή την αναστολή της κινητικότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < α- + κινητικός, πρβλ. αγγλ. acinetic].