αντίστοιχος
From LSJ
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀντίστοιχος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που συνδέεται προς άλλον με σχέση ισότητας, ομοιότητας ή αναλογίας
αρχ.
1. αυτός που βρίσκεται συμμετρικά τοποθετημένος απέναντι σε κάποιον
2. ίσος, όμοιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντι - + -στοιχος < στοίχος «γραμμή, σειρά, ευθύγραμμη διάταξη» (πρβλ. περίστοιχος, σύστοιχος κ.ά.)].