αλευρόμετρο

From LSJ
Revision as of 10:40, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139

Greek Monolingual

το (Τεχνολ.-Χημ.)
όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της γλουτένης, η οποία περιέχεται στη ζύμη του αλεύρου, για τον καθορισμό τών αρτοποιητικών ιδιοτήτων του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < ἄλευρoν + μέτρο(ν), πρβλ. αγγλ. aleurometer].