Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
ἀντωπός, -όν (Α)
1. αυτός που βρίσκεται απέναντι, αντικρυστά με κάποιον
2. όμοιος
3. φρ. «ὄψεως ἀντωπά» — το μπροστινό μέρος του προσώπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντ(ι)- + -ωπός < -ωψ, -ωπός < ωψ «όψη, μάτι, πρόσωπο» (πρβλ. αγριωπός, αρρενωπός κ.ά.)].