αρμυρός

From LSJ
Revision as of 11:01, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source

Greek Monolingual

ο
ο αλμυρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλμυρός, με φωνητική τροπή του -λ- προ συμφώνου σε -ρ- (πρβλ. άλμη > άρμη, ελπίδα > ερπίδα, αδελφός, > αδερφός)].