αναερόβιος

Revision as of 11:10, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-α, -ο
1. κάθε φαινόμενο, οργανισμός, διεργασία κ.λπ. που γίνεται ή διατηρείται σε περιβάλλον χωρίς οξυγόνο
2. (ως ουσιαστικό) ο όρος χρησιμοποιείται για τους αναερόβιους μικροοργανισμούς, δηλαδή αυτούς που δεν χρειάζονται οξυγόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Όρος του Pasteur, ελληνογενής < αν- στερ. + αερόβιος, πρβλ. anaerobie].