ἀγενεαλόγητος

Revision as of 17:07, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ον,

   A of unrecorded descent, Ep.Heb.7.3.

German (Pape)

[Seite 12] ohne Geschlechtsregister, N. T. neben ἀπάτωρ, ἀμάτωρ.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγενεᾱλόγητος: -ον, ὁ ἄνευ γενεαλογίας, οὗ ἡ σειρὰ τῆς γενεαλογίας ἀγνοεῖται, πρβλ. ἀπάτωρ, ἀμήτωρ. Πρὸς Ἑβρ. ζϳ. 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans généalogie connue, sans descendance connue.
Étymologie: ἀ, γενεαλογέω.

Spanish (DGE)

-ον
sin antepasados conocidosde Melquisedec ἀπάτωρ, ἀμήτωρ Ep.Hebr.7.3, de Cristo ἀ. ὢν κατὰ τὴν θεότητα Origenes in Luc.28 (p.172), cf. Rom.Mel.1.ιʹ.4.

English (Abbott-Smith)

English (Strong)

from Α (as negative particle) and γενεαλογέω; unregistered as to birth: without descent.

English (Thayer)

ὁ (γενεαλογέω), of whose descent there is no account (in the O. T.) (R. V. without genealogy): μή γενεαλογούμενος). Nowhere found in secular authors.

Greek Monotonic

ἀγενεᾱλόγητος: -ον, αυτός που δεν έχει γενεαλογία, αυτός του οποίου η χρονολογική σειρά της γενεαλογίας αγνοείται, σε Καινή Διαθήκη