αἱμάς
From LSJ
ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
English (LSJ)
άδος, ἡ,
A gush, stream of blood, S.Ph.695 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
αἱμάς: -άδος, ἡ, ἐξόρμησις, ῥεῦμα αἵματος, Σοφ. Φ. 697 (λυρ.)· = αἵματος ῥύσις, ὡς ἑρμηνεύει ὁ Σχολ.
French (Bailly abrégé)
άδος (ἡ) :
flot de sang, effusion de sang.
Étymologie: αἷμα.
Spanish (DGE)
-άδος, ἡ chorro de sangre S.Ph.696.
Greek Monotonic
αἱμάς: -άδος, ἡ (αἷμα), εκροή, ανάβρυσμα ή ποτάμι, χείμαρρος αίματος, σε Σοφ.