ἀκαμαντολόγχης
From LSJ
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance (Hippocrates)
Greek (Liddell-Scott)
ἀκᾰμαντολόγχης: -ου, ὁ, ἀκούραστος ἐν τῇ χρήσει τῆς λόγχης, Πινδ. Ι. 7 (6). 13.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
à la lance infatigable.
Étymologie: ἀκάμας, λόγχη.
Greek Monotonic
ἀκᾰμαντολόγχης: -ου, ὁ (λόγχη), ακούραστος στην χρήση της λόγχης, σε Πίνδ.