ἄμμιγα
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
Greek (Liddell-Scott)
ἄμμιγα: ἀμμίγνυμι, ποιητ. ἀντὶ ἀνάμιγα, αναμίγνυμι.
French (Bailly abrégé)
adv.
pêle-mêle.
Étymologie: pour *ἀνάμιγα, de ἀναμίγνυμι.
Spanish (DGE)
(ἄμμῐγᾰ) v. ἀνάμιγα.
Greek Monotonic
ἄμμῐγα: ἀμ-μίγνυμι, ποιητ. αντί ἀνάμιγα, ἀναμίγνυμι.