ἀμός

From LSJ
Revision as of 17:52, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετή βροτοῖς → man's greatest weapon is virtue, virtue is the greatest weapon for mortals

Source

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
mot dor.
quelque.
Étymologie: DELG cf. ἅμα, un, skr. sama-.

Greek Monotonic

ἀμός: ή ἁμός[ᾱ], -ή-όν=ἡμέτερος, Αιολ. ἄμμος,
I. μας, δικός μας, σε Όμηρ. κ.λπ.
II. Αττ. = ἐμός, όταν απαιτείται μακρά παραλήγουσα.