γυμνωτέος
From LSJ
English (LSJ)
α, ον,
A to be stripped of, τινός Pl.R.361c. II γυμνωτέον, one must strip, Gal.10.448: pl., -τέα Them.Or.23.294c.
Greek (Liddell-Scott)
γυμνωτέος: -α, -ον, ὃν πρέπει να ἀπογυμνώσῃ ἢ νὰ ἀποστερήσῃ τις, τινὸς Πλάτ. Πολιτ. 361C.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
adj. verb. de γυμνόω.
Spanish (DGE)
-α, -ον
1 de pers. que debe ser privado de c. gen. γ. δὴ πάντων πλὴν δικαιοσύνης Pl.R.361c.
2 de palabras que debe ser puesto en evidencia ὅμως δὲ ἔτι καὶ μᾶλλον ἀποκαλυπτέα καὶ γυμνωτέα Them.Or.23.294c.
Greek Monotonic
γυμνωτέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του γυμνόω, πρέπει κανείς να απογυμνώσει· τινός, σε Πλάτ.