διακώλυσις

Revision as of 18:32, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A hindering, preventing, αἱ τῶν ἀναιρέσεων δ. Id.R.469e; ἀπὸ προαιρέσεων Arist.Rh.Al.1421b22.

German (Pape)

[Seite 585] ἡ, Verhinderung, Plat. Rep. V, 469 e; – Sp.

Greek (Liddell-Scott)

διακώλῡσις: -εως, ἡ, ἐμπόδιον, παρεμπόδισις, αἱ τῶν ἀναιρέσεων δ. Πλάτ. Πολ. 169Ε· τῶν προαιρέσεων Ἀριστ. Ρητ. Ἀλ. 2, 3.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action d’empêcher.
Étymologie: διακωλύω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
oposición, impedimento τῶν ἀναιρέσεων Pl.R.469e, λόγων ἢ πράξεων Anaximen.Rh.1421b22.

Greek Monotonic

διακώλῡσις: -εως, ἡ, εμπόδιο, κώλυμα, παρεμπόδιση, σε Πλάτ.