αὐθαδόστομος

From LSJ
Revision as of 18:36, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐθαδόστομος Medium diacritics: αὐθαδόστομος Low diacritics: αυθαδόστομος Capitals: ΑΥΘΑΔΟΣΤΟΜΟΣ
Transliteration A: authadóstomos Transliteration B: authadostomos Transliteration C: afthadostomos Beta Code: au)qado/stomos

English (LSJ)

ον,

   A presumptuous of speech, Ar.Ra.837.

Greek (Liddell-Scott)

αὐθᾱδόστομος: -ον, ὁ αὐθαδῶς, ἀγερώχως ὁμιλῶν, ἄνθρωπον ἀγριοποιὸν αὐθαδόστομον Ἀριστοφ. Βάτρ. 337.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la bouche présomptueuse, au langage présomptueux.
Étymologie: αὐθάδης, στόμα.

Spanish (DGE)

(αὐθᾱδόστομος) -ον de lengua arrogante, ἄνθρωπος Ar.Ra.837.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α αὐθαδόστομος, -ον)
αυτός που μιλά με αυθάδεια.

Greek Monotonic

αὐθᾱδόστομος: -ον (στόμα), ισχυρογνώμων στα λόγια, σε Αριστοφ.