Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

περίρρυτος

From LSJ
Revision as of 19:00, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίρρῠτος Medium diacritics: περίρρυτος Low diacritics: περίρρυτος Capitals: ΠΕΡΙΡΡΥΤΟΣ
Transliteration A: perírrytos Transliteration B: perirrytos Transliteration C: perirrytos Beta Code: peri/rrutos

English (LSJ)

ον, also α, ον Alcm.21, A.Eu.77 :—

   A surrounded with water, π. κρήτη sea-girt Crete, Od.19.173, cf. Hes. Th.193, 290 ; Λιβύη, Εὐρώπη, Hdt.4.42,45 ; πόλεις A.l.c., cf. S.Ph.1, Th.4.64, Plu.2.941c, Aristid.Or.44(17).8 ; Ὠκεανὸς τῷ πᾶσα π. ἐνδεται χθών Neoptol.2.    2 Act., flowing round, c. gen., περιρρύτων ὑπὲρ ἀκαρπίστων πεδιων Σικελίας over the barren plains that flow round Sicily, i.e. the sea, E.Ph.209 (lyr., sed leg. -ρρύτῳ).

Greek (Liddell-Scott)

περίρρῠτος: -ον, ὡσαύτως η, ον, Ἀλκμὰν 10, Αἰσχύλ. Εὐμ. 77.· ― ὡς τὸ περίρροος, ὁ περιρρεόμενος ἢ περιβαλλόμενος ὑπὸ ὑδάτων, π. Κρήτη, ὑπὸ τῆς θαλάσσης περιρρεομένη, Ὀδ. Τ. 173, πρβλ. Ἡσ. Θ. 193, 290, Ἡρόδ. 4. 42, 45, Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ., Σοφ. Φ. 1, Θουκ. 4. 64. 2) ἐνεργ., ῥέων πέριξ, ὁλόγυρα, μετὰ γεν., περιρρύτων ὑπὲρ ἀκαρπίστων πεδίων Σικελίας, ὑπεράνω τῶν ἀγόνων πεδιάδων τῶν περὶ τὴν Σικελίαν, δηλ. τῆς θαλάσσης, Πόρσ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 216 (209D).

French (Bailly abrégé)

ος ou η, ον :
baigné de tous côtés.
Étymologie: περιρρέω.

English (Autenrieth)

(σρέω): flowed around, sea-girt, Od. 19.173†.

Greek Monolingual

-η, -ο / περίρρυτος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που περιρέεται, που περιθρέχεται ολόγυρα από νερό, από θάλασσαΚρήτη... μέσῳ ἐνὶ οἴνοπι πόντῳ... περίρρυτος», Ομ. Οδ.)
2. ενεργ. αυτός που περιρρέει, που περιβρέχει ολόγυρα κάτι, που περιβάλλει κάτι ολόγυρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -ρρυτος (< ῥυτός < ῥέω), πρβλ. κατά-ρρυτος].

Greek Monotonic

περίρρῠτος: -ον και -η, -ον όπως το περίρροος·
1. περικυκλωμένος από νερό, περιζωσμένος με θάλασσα, λέγεται για τα νησιά, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.
2. Ενεργ. αυτός που ρέει ολόγυρα, με γεν., περιρρύτων ὑπὲρ ἀκαρπίστων πεδίων Σικελίας, πάνω από τις άγονες πεδιάδες που διατρέχουν τη Σικελία, δηλ. πάνω από τη θάλασσα, σε Ευρ.