καταμίσγω

From LSJ
Revision as of 19:08, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταμίσγω Medium diacritics: καταμίσγω Low diacritics: καταμίσγω Capitals: ΚΑΤΑΜΙΣΓΩ
Transliteration A: katamísgō Transliteration B: katamisgō Transliteration C: katamisgo Beta Code: katami/sgw

English (LSJ)

   A = καταμείγνυμι, Str.1.2.9:—Med., Nic.Al.353:— Pass., h.Pan.26.

German (Pape)

[Seite 1364] (s. μίσγω), = καταμίγνυμι, Strab. I p. 20; med., H. h. 18, 26; wie das act., Nic. Al. 353.

Greek (Liddell-Scott)

καταμίσγω: καταμίγνυμι, Στράβ. 20· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπ., Νικ. Ἀλ. 353· καὶ κρόκος καὶ ὑάκινθος καταμίσγεται ἄκριτα ποίῃ Ὁμ. Ὕμν. 18, 26.

Greek Monolingual

καταμίσγω (Α)
καταμείγνυμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + μίσγω, μεταπλασμένος τ. του μείγνυμι].

Greek Monotonic

καταμίσγω: = το προηγ.· Μέσ. με Παθ. σημασία, σε Ομηρ. Ύμν.