καλλιπάρηος
From LSJ
τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies
English (LSJ)
(so, not καλλί-ῃος, in most codd., cf. εὐπάραος) [πᾰ], ον,
A beautiful-cheeked, Χρυσηΐς, Ἑλένη, Il.1.143, Od.15.123; Λητώ Il.24.607, al., cf. B.19.4 (prob. l.), AP9.96(Antip. Thess.):— written καλλι-πάρειος Poll.2.87.
Greek Monolingual
καλλιπάρηος, -ον (Α)
καλλιπάρειος (Χρυσηΐδα καλλιπάρηον», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -πάρηος (< αμάρτυρο παρηή, παλαιό ιων. τ. του παρειά), πρβλ. μιλτο-πάρηος].
Greek Monotonic
καλλιπάρηος: -ον (παρειά), αυτός που έχει ωραία μάγουλα, σε Όμηρ.