τέλσον

From LSJ
Revision as of 19:22, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τέλσον Medium diacritics: τέλσον Low diacritics: τέλσον Capitals: ΤΕΛΣΟΝ
Transliteration A: télson Transliteration B: telson Transliteration C: telson Beta Code: te/lson

English (LSJ)

τό,

   A headland, i.e. land where the plough turned, τέλσον ἀρούρης Il.13.707, 18.544; νειοῖο . . τέλσον ἱκέσθαι ib.547. (Cf. τέλος, πόλος, etc.)

German (Pape)

[Seite 1089] τό, poet. Nebenform von τέλος, Ende, Gränze, τέλσον ἀρούρης, νειοῖο, das abgegränzte, abgesteckte Stück Saatland, Il. 13, 707. 18, 544. 547.

Greek (Liddell-Scott)

τέλσον: τό, τέρμα, τέλος, τέλσον ἀρούρης, «τὸ τέλος ἢ τὸ κατ’ ἐπιφάνειαν πέρας» (Εὐστ.), Ἰλ. Ν. 707, Σ. 544· νειοῖο... τέλσον ἱκέσθαι αὐτόθι 547. (Πιθαν. ἄσχετον πρὸς τὸ τέλος, ἴδε Κούρτ. ἀρ. 6471.).

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
borne, limite, particul. extrémité d’un champ.
Étymologie: τέλος.

English (Autenrieth)

τέρμα.

Greek Monotonic

τέλσον: τό, τέρμα, όριο, τέλσον ἀρούρης, σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.).