τέλσον
ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)
English (LSJ)
τό,
A headland, i.e. land where the plough turned, τέλσον ἀρούρης Il.13.707, 18.544; νειοῖο . . τέλσον ἱκέσθαι ib.547. (Cf. τέλος, πόλος, etc.)
German (Pape)
[Seite 1089] τό, poet. Nebenform von τέλος, Ende, Gränze, τέλσον ἀρούρης, νειοῖο, das abgegränzte, abgesteckte Stück Saatland, Il. 13, 707. 18, 544. 547.
Greek (Liddell-Scott)
τέλσον: τό, τέρμα, τέλος, τέλσον ἀρούρης, «τὸ τέλος ἢ τὸ κατ’ ἐπιφάνειαν πέρας» (Εὐστ.), Ἰλ. Ν. 707, Σ. 544· νειοῖο... τέλσον ἱκέσθαι αὐτόθι 547. (Πιθαν. ἄσχετον πρὸς τὸ τέλος, ἴδε Κούρτ. ἀρ. 6471.).
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
borne, limite, particul. extrémité d’un champ.
Étymologie: τέλος.
English (Autenrieth)
Greek Monotonic
τέλσον: τό, τέρμα, όριο, τέλσον ἀρούρης, σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.).