μεγαλουργής

From LSJ
Revision as of 19:36, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

German (Pape)

[Seite 107] ές (s. μεγαλοεργής), Großes verrichtend, τὸ μ., = Folgdm, Luc. Alex. 4, wo Jacobitz μεγαλουργός lies't.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui fait de grandes choses.
Étymologie: μέγας, ἔργον.

Greek Monolingual

μεγαλουργής και μεγαλοεργής, -ές (Α)
αυτός που κάνει σπουδαία έργα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -ουργής].

Greek Monotonic

μεγᾰλουργής: -γία, -γός, βλ. μεγαλο-εργ-.