πεδαίχμιος

From LSJ
Revision as of 19:40, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεδαίχμιος Medium diacritics: πεδαίχμιος Low diacritics: πεδαίχμιος Capitals: ΠΕΔΑΙΧΜΙΟΣ
Transliteration A: pedaíchmios Transliteration B: pedaichmios Transliteration C: pedaichmios Beta Code: pedai/xmios

English (LSJ)

ον, Aeol. or Dor. for μετ-, A.Ch.589 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 540] u. ä., äol. u. dor. = μεταίρω, μεταίχμιος, s. Eur. Phoen. 1027 und Aesch. Ch. 582.

Greek (Liddell-Scott)

πεδαίχμιος: -ον, Αἰολ. ἢ Δωρ. ἀντὶ μεταίχμιος, Αἰσχύλ. Χο. 589.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
éol. c. μεταίχμιος.

Greek Monolingual

-ον, Α
(αιολ. και δωρ. τ.) βλ. μεταίχμιος.

Greek Monotonic

πεδαίχμιος: -ον, Αιολ. ή Δωρ. αντί μετ-αίχμιος.