ἐπιλωβεύω

Revision as of 19:48, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

(λώβη)

   A make mockery of a thing, Od.2.323.

German (Pape)

[Seite 959] worüber spotten, Od. 2, 323.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιλωβεύω: ἐφυβρίζω, οἱ δ’ ἐπελώβευον καὶ ἐκερτόμεον ἐπέεσσιν Ὀδ. Β. 323.

French (Bailly abrégé)

railler, insulter.
Étymologie: ἐπί, λωβεύω.

English (Autenrieth)

(λώβη): mock at, Od. 2.323†.

Greek Monolingual

ἐπιλωβεύω (Α)
χλευάζω («οἱ δ’ ἐπελώβευον καὶ κερτόμεον ἐπέεσσιν», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λωβεύω «προσβάλλω» (< λώβη «κακοποίηση, προσβολή, βία»)].

Greek Monotonic

ἐπιλωβεύω: κοροϊδεύω, υβρίζω, σε Ομήρ. Οδ.