λωβεύω
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
English (LSJ)
mock, make a mock of, τινα Od.23.15,26.
French (Bailly abrégé)
railler, outrager.
Étymologie: λώβη.
German (Pape)
= λωβάομαι, verspotten, durch Erdichtungen und Lügen zum Besten haben, Od. 23.16, 26; Hesych. erkl. καταισχύνειν, ψεύδεσθαι.
Russian (Dvoretsky)
λωβεύω: насмехаться, глумиться (τινά Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
λωβεύω: πειράζω, περιπαίζω, τινὰ Ὀδ. Ψ. 15. 26. - Καθ’ Ἡσύχ.: «λωβεύειν· ψεύδεσθαι· καταισχύνειν» καί, «λωβώμενος· χλευάζων».
English (Autenrieth)
mock, Od. 23.15 and 26.
Greek Monolingual
λωβεύω (Α) λώβα
σκώπτω, περιπαίζω, πειράζω κάποιον («τίπτε με λωβεύεις πολυπενθέα θυμὸν ἔλουσαν», Ομ. Οδ.).
Greek Monotonic
λωβεύω: πειράζω, περιπαίζω, τινά, σε Ομήρ. Οδ.