παρελθέτω ἀπ' ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο → spare me this | let this cup pass from me
καλήμεναι: Ἐπικ. ἀπαρ. ἐνεργ. ἐνεστ. τοῦ καλέω, Ἰλ. Κ. 125.
inf. prés. Act. épq. de καλέω.
κᾰλήμεναι: Επικ. αντί καλεῖν, Ενεργ. απαρ. του καλέω.