Ἡρακλέους ὀργήν τιν' ἔχων → with a temper like Heracles', with a temper like Hercules'
ἡ, Dor. for χηλή.
ἡ, Α(δωρ. τ.) βλ. χηλή.
χᾱλά: ἡ, Δωρ. αντί χηλή.