δώρον
μελετᾶν οὖν χρὴ τὰ ποιοῦντα τὴν εὐδαιμονίαν, εἴπερ παρούσης μὲν αὐτῆς πάντα ἔχομεν, ἀπούσης δὲ πάντα πράττομεν εἰς τὸ ταύτην ἔχειν → one must practice the things which produce happiness, since if that is present we have everything and if it is absent we do everything in order to have it | so we must exercise ourselves in the things which bring happiness, since, if that be present, we have everything, and, if that be absent, all our actions are directed toward attaining it
Greek Monolingual
το
βλ. δώρο.
Greek Monotonic
δώρον: τό (δί-δωμι)·
I. 1. δώρο, δωρεά, χάρισμα, προσφορά, σε Όμηρ.· τιμητικό δώρο, σε Ομήρ. Ιλ.· δωρά τινος, τα δώρα κάποιου, δηλ. αυτά που δίνονται, προσφέρονται, χαρίζονται από αυτόν, δῶρα θεῶν, σε Όμηρ.· δῶρ' Ἀφροδίτης, δηλ. τα χαρίσματα της ομορφιάς, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν. πράγμ., ὕπνου δ., η ευλογία του ύπνου, στο ίδ.
2. δῶρα, δώρα που προσφέρονται σε δωροδοκία, σε Δημ. κ.λπ.· δώρων ἑλεῖν τινα, τον καταδικάζουν επειδή δωροδοκήθηκε, σε Αριστοφ.
II. πλάτος του χεριού, παλάμη, ως μονάδα μέτρησης μήκους· βλ. ἑκκαιδεκάδωρος.