ὑποτοπέω

From LSJ
Revision as of 20:20, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίονOnus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt

Menander, Monostichoi, 450
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποτοπέω Medium diacritics: ὑποτοπέω Low diacritics: υποτοπέω Capitals: ΥΠΟΤΟΠΕΩ
Transliteration A: hypotopéō Transliteration B: hypotopeō Transliteration C: ypotopeo Beta Code: u(potope/w

English (LSJ)

pf.

   A -τετόπηκα D.C. 38.42:—suspect, surmise, τι Th.1.56; c. acc. et inf., ib.20,51, Alciphr. 3.72, Procop Vand.1.18; ὑ. μὴ . . Th.2.13.    2 c. acc pers., suspect him, Id.5.116 (s. v.l.).    II Med. ὑποτοπέομαι, aor. ὑπετοπήθην in med. sense:—suspect a thing, οὐδὲν ὑποτοπηθέντα Hdt.9.116; κάχ' ὑποτοπεῖσθαι Ar.Ra.958: c. inf., ὑποτοπηθέντες Δημάρητον δρησμῷ ἐπιχειρέειν Hdt.6.70, cf. Ar.Th.496, Lys.9.4 (Scal. for ὑπετυπούμην) ; ὑποτοπεῖσθαι χρὴ ἐκ τῶν γεγραμμένων one must form an idea, Hp.Art. 33.—In Att. Prose the word generally used was ὑποπτεύω.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποτοπέω: ἀόρ. -ετόπησα Θουκ.· πρκμ. -τετόπηκα Δίων Κ. 38. 42. Ὑποπτεύω, ὑποψιάζομαι, τι Θουκ. 1. 56· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., ὁ αὐτ. 1. 20, 51, κλπ. · ὑπ. μή... ὁ αὐτ. 2. 13. 2) μετ’ αἰτ. προσώπ., ὑποπτεύω τινά, ὁ αὐτ. 5. 116. ΙΙ. ἀρχαιότερον ἔχομεν ἀποθετ. ὑποτοπέομαι, ἀόρ. ὑπετοπήθην· - ὑποπτεύω τι, οὐδὲν ὑποτοπηθέντα Ἡρόδ. 9. 116· κάχ’ ὑποτοπεῖσθαι Ἀριστοφ. Βάτρ. 958· μετ’ ἀπαρ., ὑποτοπηθέντες Δημάρατον δρησμῷ ἐπιχειρέειν Ἡρόδ. 6. 70, πρβλ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 496, Λυσίαν 114. 32. - Ἐν τῷ πεζῷ Ἀττικῷ λόγῳ κοινὸν ἐν χρήσει ἦν τὸ ὑποπτεύω. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σελ. 20.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
impf. ὑπετόπουν, ao. ὑπετόπησα, pf. ὑποτετόπηκα;
soupçonner, acc. ou prop. inf.;
Moy. ὑποτοπέομαι-οῦμαι (ao. Pass.) m. sign.
Étymologie: ὑπό, τόπος.

Greek Monotonic

ὑποτοπέω: αόρ. αʹ -ετόπησα·
I. 1. υποπτεύομαι, υποψιάζομαι, σε Θουκ.· με αιτ. και απαρ., στον ίδ.
2. με αιτ. προσ., τον υποπτεύομαι, στον ίδ.
II. ομοίως ως αποθ., ὑποτοπέομαι, αόρ. αʹ ὑπετοπήθην· υποψιάζομαι κάτι, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· με αιτ. και απαρ., υποπτεύομαι ότι..., σε Ηρόδ., Αριστοφ.