ἀντιπαραθέω
English (LSJ)
A outflank, X.An.4.8.17. II run parallel to a thing, Plot.6.5.11.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιπαραθέω: τρέχω ἐναντίον τινὸς ἐκ τοῦ πλαγίου, ὑπερφαλαγγῶ, Ξεν. Ἀν. 4. 8, 17. ΙΙ. τρέχω παραλλήλως πρός τι, Πλωτῖν. 6 5, 11.
French (Bailly abrégé)
courir contre l’ennemi, charger l’ennemi.
Étymologie: ἀντί, παραθέω.
Spanish (DGE)
1 correr en sentidos opuestos οἱ μὲν ἐπὶ τὸ δεξιὸν οἱ δὲ ἐπὶ τὸ εὐώνυμον X.An.4.8.17.
2 fig. proceder en forma paralela πρὸς ταύτην τὴν ἀπειρίαν τῆς δυνάμεως Plot.6.5.11.
Greek Monolingual
ἀντιπαραθέω (Α)
1. τρέχω εναντίον κάποιου από τα πλάγια, υπερφαλαγγίζω
2. τρέχω παράλληλα προς κάτι.
Greek Monotonic
ἀντιπαραθέω: μέλ. —θεύσομαι , υπερφαλαγγίζω, ξεγελώ, σε Ξεν.