ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death
3ᵉ pl. épq. ao. Pass. de ἀναψύχω.
ἀνέψυχθεν: Επικ. αντί -ησαν, γʹ πληθ. Παθ. αορ. αʹ του ἀναψύχω.