ἀνέψυχθεν

From LSJ

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. épq. ao. Pass. de ἀναψύχω.

Greek Monotonic

ἀνέψυχθεν: Επικ. αντί -ησαν, γʹ πληθ. Παθ. αορ. αʹ του ἀναψύχω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνέψυχθεν: эп. 3 л. pl. aor. pass. к ἀναψύχω.