ἀναψύχω

From LSJ

ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναψύχω Medium diacritics: ἀναψύχω Low diacritics: αναψύχω Capitals: ΑΝΑΨΥΧΩ
Transliteration A: anapsýchō Transliteration B: anapsychō Transliteration C: anapsycho Beta Code: a)nayu/xw

English (LSJ)

[ῡ],
A Ep. impf. -εσκον Orph.L.562:—cool, refresh, ἀήτας Ὠκεανὸς ἀνίησιν ἀναψύχειν ἀνθρώπους Od.4.568; ἀνέψυχον φίλον ἦτορ were reviving their spirit, Il.13.84; ἕλκος ἀναψύχοντα 5.795; ἀ. φίλα γούνατα Hes. Op.608; ἀ. βάτιν cool the feet in water, E.IA421:—Pass., to be revived, be refreshed, ἀνέψυχθεν φίλον ἦτορ Il.10.575; of the body, Pl.Ti. 78e, cf. 70d; ὥστ' ἀνεψύχης [ῠ] Amips.13.
2 ναῦς ἀ. let the ships rest and get dry, Hdt.7.59, X.HG1.5.10; ἀ. τὸν ἱδρῶτα let it dry off, Plu.Sull.29; ἀ. τὰς αὐλαίας dry them, Id.Them.30:—Pass., to be dried up, Str.10.2.19.
3 metaph., c. gen., ἀ. πόνων τινά give him relief from toil, E.Hel. 1094; πολέων.. μεριμνέων Call.Hec.1.1.7; ἀ. κακότητος ψυχάς Orph.Fr.230: abs., 2 Ep.Ti.1.16.
4 Medic., expose to air, κατὰ τὸ ἕλκος ἐῶσιν ἀνεψῦχθαι Hp.Fract.25; cf. ἀναψύχειν· γυμνοῦν, Erot.
II the Act. is also used intr., become cool, recover, revive, Diph.81, AP12.132 (Mel.), Opp.H.5.623; εὗρεν.. δρόμων ἀναψύχουσαν [τὴν ἔλαφον] Babr.95.57; take relaxation, POxy.1296.7 (iii A.D.).

Spanish (DGE)

• Prosodia: [-ῡ- pero ἀνεψύχης (-ῠ-) Amips.13 (cj., cód. -εις)]
• Morfología: [impf. -εσκον Orph.L.562]
A tr.
I 1exponer al aire, airear ἕλκος Il.5.795, Hp.Fract.25, cf. ἀναψύχειν· γυμνοῦν Erot.22.12, cf. Hsch.
pas. σώματι ... ἀρδομένῳ καὶ ἀναψυχομένῳ Pl.Ti.78e, cf. 70d, Cra.399e.
2 secar, dejar secarse τὰς νέας Hdt.7.59, X.HG 1.5.10, τὸν ἱδρῶτα Plu.Sull.29, τὰς αὐλαίας Plu.Them.30
en v. med. secarse Str.10.2.19.
II 1refrescar del agua, el viento, etc. ἀήτας Ὠκεανὸς ἀνίησιν ἀναψύχειν ἀνθρώπους Od.4.568, ἀ. βάσιν refrescar los pies E.IA 421, τὸ θερμότατον τῆς μεσημβρίας I.AI 15.54, ἀναψύχων κεχαραγμένον αὐχένα θηρῶν Nonn.D.42.22, ἀλλ' ὃν ἐξ ὠκεανοῦ πραῢς ἀεὶ ζέφυρος ἐπιπνέων ἀναψύχει I.BI 2.155
en v. med. enfriarse τῇ δὴ συμμίξει τῆς νότιδος ἀναψύχεται D.C.48.51.4.
2 fig. hacer reposar δμῶας ἀναψῦξαι φίλα γούνατα Hes.Op.608
animar φίλον ἦτορ Il.13.84, cf. en v. pas. Il.10.575
producir placer, producir ratos agradables ἄμμε δ' ἀνέψυξας μικρὸν χρόνον Thgn.1273, cf. 2Ep.Ti.1.16
confortar, alentar, consolar ὡς καὶ αὐτὸν ὁ πατὴρ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀναψύξαι Ign.Eph.2.1
c. ac. y gen. aliviar φῶτ' ... πόνων E.Hel.1094, Call.Fr.260.7, κακότητος ψυχάς Orph.Fr.230.
B intr.
I tomar el fresco ὅθεν ἀπολαβὼν ὁ Πτολεμαῖος εἴς τι περίστυλον ὡς ἀναψύξοντα τὸν βασιλέα μετέθηκεν LXX 2Ma.4.46.
II fig.
1 recobrar aliento, animarse εὗρεν ... δρόμων ἀναψύχουσαν (τὴν ἔλαφον) Babr.95.57, cf. AP 12.132 (Mel.), Opp.H.5.623
recobrarse, reanimarse καὶ ἵνα ἀναψύξῃ ὁ υἱὸς τῆς παιδίσκης σου καὶ ὁ προσήλυτος LXX Ex.23.12, καὶ ἀνέψυξε μὲν ἡ ψυχὴ τοῦ φυτοῦ Ach.Tat.1.17.5, καὶ ἀναψύξαντες ἀπὸ κάτω προσέχωσιν ἐπὶ τὰ ὑψηλά Mac.Aeg.M.34.549B.
2 descansar, pasar un rato agradable Diph.81, φιλοπονοῦμεν καὶ ἀναψύχομεν, καλῶς ἡμε[ῖ] ν ἔσται POxy.1296.7 (III d.C.).
3 en v. med.-pas. quedarse tan fresco κἀμαρτύρησας ψεῦδος, ὥστ' ἀνεψύχης Amips.13, ὥστε πολλοὺς ... καθεύδειν ἀναψυχομένους Plu.2.649f.

German (Pape)

[Seite 216] abkühlen, erfrischen, ἀνθρώπους Od. 4, 568; ἦτορ Il. 13, 84; ἕλκος Iliad. 5, 795; pass. 10, 575 ἀνέψυχθεν φίλον ἦτορ; – τὰς νέας ἀνέψυχον ἀνελκύσαντες Her. 7, 59; ναῦς Xen. Hell. 1, 5, 10, die Schiffe am Lande austrocknen; pass., ἀνεψύχθησαν οἱ σύμμαχοι 7, 1, 19, faßten frischen Muth; πόνων τινά, Jemandem Erholung verschaffen, von der Mühsal, Eur. Hel. 1100; πτερύγεσσιν ἀναψύχει Αδωνιν Bion 1, 85. Auch intrans., sich erholen, ἀνέψυξα Diphil. in B. A. 80 durch ἀνεπαυσάμην crkl.; Mel. 58 (XII, 132) mit πνεῦμ' ἀναλεξαμένη vrbdn; πόνοιο Opp. Hal. 5, 623; vgl. Nic. Th. 312; Babr. 95, 57. – Med., sich erholen, Plat. Tim. 70 d u. Sp., wie Alciphr. 2, 4; abtrocknen, Heliod. – Pass. ἀνεψύχης Amips. bei Suid.

French (Bailly abrégé)

f. ἀναψύξω, ao. ἀνέψυξα, pf. inus.
Pass. ao. ἀνεψύχθην ; ao.2 ἀνεψύγην;
I. tr. 1 ranimer par un air frais, rafraîchir ; p. anal. ἀν. θηλύπουν βάσιν EUR reposer (litt. rafraîchir) ses jambes de femme (après avoir longtemps voyagé en voiture) ; fig. rafraîchir, soulager : ἦτορ IL le cœur ; ἕλκος IL une blessure;
2 faire sécher;
NT: réconforter, consoler.
Étymologie: ἀνά, ψύχω.

Russian (Dvoretsky)

ἀναψύχω: (ῡ)
1 охлаждать, освежать (ἀνθρώπους Hom.; ἵππους ἱδρῶτι περιρρεομένους Plut.): παρὰ κρήνην βάσιν ἀ. Eur. освежать ноги в источнике;
2 давать отдых, подкреплять отдыхом (σῶμα ἀναψυχόμενον Plat.): ἀναψῦξαί τινα πόνων Eur. дать кому-л. отдых от трудов; ἀναψῦξαι γούνατα Hes. дать отдохнуть коленям; ἀνέψυχθεν φίλον ἦτορ Hom. они отдохнули душой; ἀ. ἕλκος Hom. утолять боль от раны;
3 просушивать, сушить (ναῦς Her., Xen.; ἱδρῶτα, αὐλαίας Plut.);
4 отдыхать Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναψύχω: [ῡ]: μέλλ. -ψύξω, ἀποψυχραίνω, δροσίζω, ἀναζωογονῶ διὰ δροσεροῦ ἀέρος, ἀήτας Ὠκεανὸς ἀνίησιν, ἀναψύχειν ἀνθρώπους Ὀδυσ. Δ. 568· ἀνέψυχον φίλον ἦτορ, ἐδρόσιζον τὴν ψυχήν των, ἀνεζωπύρουν τὸ πνεῦμά των, Ἰλ. Ν. 84, ἴδ. κατωτέρω· ἕλκος ἀναψύχοντα Ε. 795· πρβλ. Ἱππ. π. Ἀγμ. 767· δμῶας ἀν. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 606· ἀν. βάσιν, δροσίζω τοὺς πόδας ἐν τῷ ὕδατι, Εὐρ. Ι. Α. 421: - Παθ., ἀναζωογονοῦμαι, δροσίζομαι, ἀνέψυχθεν φίλον ἦτορ Ἰλ. Κ. 575: - ἐπὶ τοῦ σώματος, Πλάτ. Τίμ. 78Ε. πρβλ. 70D· ὥστ’ ἀνεψύχης [ῠ] Ἀμειψ. ἐν «Μοιχοῖς» 1. 2) ναῦς ἀν., ἀφίνω τὰ πλοῖα εἰς τὴν ξηρὰν νὰ στεγνώσωσιν, ἀνακουφίζω αὐτά, Ἡρόδ. 7. 59, Ξενοφ. Ἑλλ. 1. 5, 10: - οὕτως, ἀν. τὸν ἱδρῶτα, ἀφίνω νὰ στεγνώσῃ, Πλουτ. Σύλλ. 29· ἀν. τὰς αὐλαίας, τὰς στεγνώνω, ὁ αὐτ. Θεμιστ. 30. 3) μεταφ. μετὰ γεν., ἀν. πόνων τινά, τὸν ἀνακουφίζω ἀπὸ τῶν κόπων, Εὐρ. Ἑλ. 1094. ΙΙ. τὸ ἐνεργ. εἶναι ὡσαύτως ἐν χρήσει ἀμεταβάτως, δροσίζομαι, ἀναλαμβάνω, ἀναζωογονοῦμαι, ἀνέψυξα: «ἀντὶ τοῦ ἀνεπαυσάμην» Δίφιλ. ἐν «Φιλαδέλφοις» 1, Ἀνθ. Π. 12, 132, Ὀππ. Ἁλ. 5. 623· εὗρεν.. δρόμων ἀναψύχουσαν [τὴν ἔλαφον] Βαβρ. 95. 57.

English (Autenrieth)

(ψῦχος), aor. pass. ἀνέψῦχθεν (for -ησαν): cool off, refresh, Od. 4.568, Il. 10.575.

English (Strong)

from ἀνά and ψύχω; properly, to cool off, i.e. (figuratively) relieve: refresh.

English (Thayer)

1st aorist ἀνεψυξα; to cool again, to cool off, recover from the effects of heat (Homer, Odyssey 4; 568; Iliad 5,795; Plutarch, Aem. P. 25, etc.); tropically, to refresh: τινα, one's spirit, by fellowship, consolation, kindnesses, to recover breath, take the air, cool off revive, refresh oneself, in the Sept. (2 Maccabees 13:11; and in the later Greek writers.)

Greek Monolingual

ἀναψυχῶ (-όω) (Μ)
1. δίνω πάλι ψυχή, αναζωογονώ, ανασταίνω
2. μέσ. παίρνω θάρρος, εμψυχώνομαι.
ἀναψύχω)
Ι. ενεργ.
1. ψυχραίνω, δροσίζω
2. ανακουφίζω, ξεκουράζω
3. παρηγορώ, ενθαρρύνω, διασκεδάζω κάποιον
4. (για πλοία) αφήνω στην ξηρά να στεγνώσουν
II. παθ. ανακουφίζομαι, αναζωογονούμαι, δροσίζομαι.

Greek Monotonic

ἀναψύχω: [ῡ], μέλ. -ψύξω,
I. 1. δροσίζω, αναζωογονώ, με φρέσκο αέρα, ανανεώνω, σε Όμηρ., Ευρ. — Παθ., είμαι αναζωογονημένος, ανανεωμένος, σε Ομήρ. Ιλ.
2. ναῦς ἀν., αφήνω τα πλοία να «ξεκουραστούν» και να στεγνώσουν, τα ανακουφίζω, σε Ηρόδ., Ξεν.· ομοίως, ἀν. τὸν ἱδρῶτα, τον αφήνω να στεγνώσει, να εξατμιστεί, σε Πλούτ.
3. μεταφ. με γεν., ἀν. πόνων τινά, τον ανακουφίζω απο τα βάσανα, σε Ευρ.
II. αμτβ. στην Ενεργ., ανακουφίζομαι, αναζωογονούμαι, σε Ανθ., Βάβρ.

Middle Liddell

I. to cool, to revive by fresh air, to refresh, Hom., Eur.:—Pass. to be revived, refreshed, Il.
2. ναῦς ἀν. to let the ships rest and get dry, relieve them, Hdt., Xen.; so, ἀν. τὸν ἱδρῶτα to let it dry off, Plut.
3. metaph. c. gen., ἀν. πόνων τινα to give him relief from toil, Eur.
II. intr. in Act. to recover oneself, revive, Anth., Babr.

Chinese

原文音譯:¢nayÚcw 安那-普些何
詞類次數:動詞(1)
原文字根:向上-涼爽 相當於: (בָּלַג‎) (נָפַשׁ‎) (רָוַח‎)
字義溯源:使冷靜,暢快;由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(ψύχω)*=呼氣,活著)組成。在( 提後1:16),保羅說到亞西亞的人都離棄他,然而阿尼色弗一家的人,屢次使他暢快(ἀναψύχω))。似乎不僅指外面身體上,應該也包括裏面屬靈上的安歇
出現次數:總共(1);提後(1)
譯字彙編
1) 他⋯暢快(1) 提後1:16

Mantoulidis Etymological

(=δροσίζω). Ἀπό τό ἀνά + ψῦχος. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀνάψυξις (=ἀνακούφιση), ἀναψυχή, ἀναψυκτήρ, ἀναψυκτήριον, ἀναψυκτικός (=δροσιστικός).