μελεϊστί

Revision as of 20:32, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

Adv.

   A limb from limb, ταμών Il.24.409; διὰ μ. ταμών Od. 9.291, cf. 18.339; μ. κεδαιόμενος A.R.2.626; μ. ξαίνειν Philostr.Her. 19.18; cf. μελιστί.

German (Pape)

[Seite 121] gliederweis, Glied für Glied; Il. 24, 409; Ap. Rh. 2, 626; Philostr.

Greek (Liddell-Scott)

μελεϊστί: ἐπίρρ. (μελεΐζω) κατὰ μέλη, μεληδόν, μελεϊστί, ταμὼν Ἰλ. Ω. 409· διὰ μ. ταμὼν Ὀδ. Ι. 291, πρβλ. Σ. 338.

French (Bailly abrégé)

adv.
par membres, par morceaux.
Étymologie: μέλος.

English (Autenrieth)

(μέλος): adv., limb-meal, limb by limb, Il. 24.409, Od. 9.291, Od. 18.339.

Greek Monolingual

μελεϊστί και μελιστί (Α)
επίρρ. κατά μέλη, κατά τμήματα, κομματιαστά («ἠέ μιν ἤδη ἦσι κυσὶν μελεϊστὶ ταμὼν προύθηκεν Ἀχιλλεύς», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μέλε-ος + επιρρμ. κατάλ. -ιστί. Το επίρρ. προϋποθέτει ένα αμάρτυρο ρ. μελεΐζω, κατά τα κτερεΐζω (< κτέρεα)].

Greek Monotonic

μελεϊστί: (μελεΐζω), επίρρ., κομμάτι-κομμάτι, κομματιαστά, Shakesp. «limb-meal», μελεϊστὶ ταμεῖν, σε Όμηρ.