μεληδόν

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεληδόν Medium diacritics: μεληδόν Low diacritics: μεληδόν Capitals: ΜΕΛΗΔΟΝ
Transliteration A: melēdón Transliteration B: melēdon Transliteration C: melidon Beta Code: melhdo/n

English (LSJ)

Adv., (μέλος)
A = μελεϊστί, κρέα μ. ὠπτημένα Posidon.22 J., cf. Al. Ex.29.17.
II in order, Zos.Alch.p.193 B.

German (Pape)

[Seite 122] = μελεϊστί, gliederweis, κρέα μεληδὸν ὠπτημένα, Posidon. bei Ath. IV, 153 e.

Greek (Liddell-Scott)

μεληδόν: Ἐπιρρ. (μέλος) = μελεϊστί, μεληδὸν ὠπτημένα Ποσειδώνιος παρ’ Ἀθην. 153F.

Mantoulidis Etymological

(=κατά μέλη). Ἀπό τό μέλος, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.