μελεΐζω

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

German (Pape)

[Seite 121] zergliedern, zerstückeln, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μελεΐζω: (μέλος Ι) ὡς τὸ μελίζω Α, Ἀπολλόδ. 3. 12, 6 (ἀλλὰ διάφ. γραφ. μελίσας).