λαχνόγυιος

Revision as of 20:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ον,

   A with shaggy limbs, θῆρες E.Hel.378 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 20] mit dichtbehaarten Gliedern, θῆρες Eur. Hel. 378.

Greek (Liddell-Scott)

λαχνόγυιος: -ον, ἔχων δασέα μέλη, θῆρες Εὐρ. Ἑλ. 378 (λυρ.)

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux membres velus.
Étymologie: λάχνη, γυῖον.

Greek Monolingual

λαχνόγυιος, -ον (Α)
αυτός που έχει τριχωτά μέλη («θηρῶν λαχνογυίων», Ευρ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάχνη + -γυιος (< γυίον «μέλος»), πρβλ. ιμερό-γυιος, λιπό-γυιος].

Greek Monotonic

λαχνόγυιος: -ον (γυῖον), αυτός που έχει τριχωτά μέλη σώματος, σε Ευρ.