κελαινόομαι

Revision as of 20:48, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

Pass.,

   A grow black or dark, A.Ch.413 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

κελαινόομαι: γίνομαι κελαινός, μέλαςσκοτεινός, κ. θὴρ Αἰσχύλ. Χο. 413.

Greek Monotonic

κελαινόομαι: Παθ., γίνομαι μαύρος ή σκοτεινός, σε Αισχύλ.