ποτιπτύσσω
From LSJ
Θησαυρός ἐστι τοῦ βίου τὰ πράγματα → Non est thesaurus vitae nisi negotia → Des Lebensgutes Schatz erwächst aus Tätigkeit
English (LSJ)
A = προσπτύσσω, Od.2.77 (Med.).
Greek (Liddell-Scott)
ποτιπτύσσω: Δωρ. ἀντὶ προσπτύσσω, Ὀδ. Β. 77.
Greek Monolingual
Α
(επικ. τ.) προσπτύσσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί, τ. ισοδύναμος του πρός + πτύσσω.
Greek Monotonic
ποτιπτύσσω: Δωρ. αντί προσ-πτύσσω, σε Ομήρ. Οδ.