Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes
εὐνῆφι: εὐνῆφιν, Ἐπικ. γεν. ἑνικ. καὶ πληθ. τοῦ εὐνή.
gén. épq. de εὐνή.
εὐνῆφι: -φιν, Επικ. γεν. ενικ. και πληθ. του εὐνή.