καλαμητομία

From LSJ
Revision as of 21:00, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

ὦ ἀδελφέ, τοῦτόν γε μήτε κακῶς ποιοίης μήτε τούτῳ τῷ τρόπῳ βλάπτοις κλέπτων τὰ χρήματα → Brother, you should neither do this man bad nor harm him in this way, i.e. by stealing his money/stuff

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλᾰμητομία Medium diacritics: καλαμητομία Low diacritics: καλαμητομία Capitals: ΚΑΛΑΜΗΤΟΜΙΑ
Transliteration A: kalamētomía Transliteration B: kalamētomia Transliteration C: kalamitomia Beta Code: kalamhtomi/a

English (LSJ)

Ep. κᾰλᾰμητομίη, ἡ,

   A cutting of stalks, reaping, AP6.36 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 1306] ἡ, das Halmabschneiden, Mähen, Philp. 19 (VI, 36).

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action de couper les tiges, moisson.
Étymologie: καλαμητόμος.

Greek Monolingual

καλαμητομία και καλαμητομίη, ἡ (Α) καλαμητόμος
το κόψιμο τών καλαμιών του σταριού, θερισμός.

Greek Monotonic

κᾰλᾰμητομία: ἡ (τέμνω), θερισμός, σε Ανθ.