ἔνθα μὲν οὔτε βοῶν οὔτ' ἀνδρῶν φαίνετο ἔργα → from there no works of men or oxen appeared
v. φάω.
see φαίνω.
φάε: Επικ. αντί ἔφαε, γʹ ενικ. προστ. του φάω.