μορίαι
Greek Monotonic
μορίαι: (ενν. ἐλαῖαι), αἱ, τα ιερά ελαιόδεντρα που βρίσκονταν στην Ακαδημία, που πιθανώς ονομάστηκαν έτσι επειδή αποκόπηκαν κλαδιά (μειρόμεναι) και μεταφυτεύτηκαν εκεί από τον κορμό της πρώτης αρχέγονης ελιάς στην Ακρόπολη, σε Αριστοφ.· ο Ζεὺς Μόριος ήταν φύλακας και προστάτης των ιερών αυτών ελαιόδεντρων, σε Σοφ.