φιλοτίμημα
English (LSJ)
ατος, τό,
A an act of ambition or ostentation, Ph. 2.589, Plu.Alc. 16(pl.), 2.822a (pl.). 2 thing on which one prides oneself, Luc.Tim.43 (pl.), Nav.40(pl.).
German (Pape)
[Seite 1287] τό, die Handlung eines φιλότιμος, Beweis von Ehrliebe, Ehrgeiz, bes. durch Pracht, Aufwand, Geschenke, z. B. φιλοτιμήματα πρὸς τὴν πόλιν Plut. Alc. 16, vgl. reip. ger. praec. 30.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοτίμημα: τό, πρᾶξις φιλοτιμίας ἢ μεγαλοπρεπείας, Πλουτ. Ἀλκ. 16., 2. 822Α. 2) φιλοδοξία, ἀνοήτων ἀνδρῶν φιλοτιμήματα Λουκ. Τίμ. 43.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 ce qu’on fait par amour-propre, par émulation, ou en mauv. part par ostentation;
2 rivalité.
Étymologie: φιλοτιμέομαι.
Greek Monolingual
-ήματος, τὸ, Α φιλοτιμοῡμαι
1. εκδήλωση φιλοδοξίας ή επίδειξης
2. καθετί για το οποίο είναι κανείς υπερήφανος.
Greek Monotonic
φῐλοτίμημα: -ατος, τό,
I. πράξη φιλοδοξίας ή μεγαλοπρέπειας, σε Πλούτ.
II. ανταγωνισμός, αντιζηλία, σε Λουκ.