τοὐμόν

From LSJ
Revision as of 21:32, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259

German (Pape)

[Seite 1132] att. zsgzgn statt τὸ ἐμόν.

Greek (Liddell-Scott)

τοὐμόν: τοὔμπᾰλιν, τοὐμποδών, τοὔμπροσθεν, τοὔμφῡλον, κατ’ Ἀττικ. κρᾶσιν ἀντὶ τὸ ἐμόν, τὸ ἔμπαλιν, κτλ.

French (Bailly abrégé)

crase att. et poét. p. τὸ ἐμόν.

Greek Monolingual

Α
κράση αντί τὸ ἐμόν.

Greek Monotonic

τοὐμόν: τοὔμπᾰλιν, τοὐμποδών, τοὔμπροσθεν, τοὔμφῡλον, Αττ. κράση αντί τὸ ἐμόν, τὸ ἔμπαλιν κ.λπ.