Ἀσίς
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
[ᾱ], ίδος, ἡ,
A v. Ἀσία.
French (Bailly abrégé)
ίδος
adj. f.
d’Asie.
Étymologie: Ἀσία.
Spanish (DGE)
-ίδος
• Prosodia: [ᾰ]
1 adj. fem. de Asia, asiática αἴη Hes.Fr.165.11, cf. A.Supp.547, Pers.549, A.R.1.444, 2.777, Nonn.D.13.41, δμωαί E.El.315.
2 subst. ἡ Ἀσίς Asia A.Pers.763, Euph.51.2, AP 7.692 (Antip.), Nonn.D.13.4.
Greek Monotonic
Ἀσίς: [ᾱ], βλ. Ἀσία.