βροχετός

Revision as of 21:56, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ὁ, (βρέχω)

   A wetting, rain, AP6.21.3.

German (Pape)

[Seite 465] ὁ, Regen, Ep. ad. 176 (VI, 21).

Greek (Liddell-Scott)

βροχετός: ὁ, (βρέχω) ὑγρασία, βροχή, Ἀνθ.II. 6. 21.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
pluie.
Étymologie: βρέχω.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
lluvia τήν τ' ἐπινωτίδιον βροχετῶν ῥακόεσσαν ἀρωγόν AP 6.21.

Greek Monotonic

βροχετός: ὁ (βρέχω), βροχή, υγρασία, σε Καινή Διαθήκη