ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
Full diacritics: γλῠκυηχής | Medium diacritics: γλυκυηχής | Low diacritics: γλυκυηχής | Capitals: ΓΛΥΚΥΗΧΗΣ |
Transliteration A: glykyēchḗs | Transliteration B: glykyēchēs | Transliteration C: glykyichis | Beta Code: glukuhxh/s |
Dor. γλῠκυ-ᾱχής, ές,
A sweet-voiced, AP9.26 (Antip. Thess.).
γλῠκῠηχής: -ές, γλυκέως ἠχῶν, γλυκὺν παράγων ἦχον, Ἀνθ. Π. 9. 26.
-ές
βλ. γλυκύηχος.
γλῠκῠηχής: -ές (ἦχος), αυτός που ηχεί, ακούγεται γλυκά, σε Ανθ.