γέγαα

From LSJ
Revision as of 22:04, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων → what a word has escaped the barrier of your teeth

Source

French (Bailly abrégé)

1ᵉ sg. pf. poét. de γίγνομαι.

English (Autenrieth)

see γίγνομαι.

Greek Monotonic

γέγᾰα: Επικ. αντί γέγονα, παρακ. του γίγνομαι· πληθ. γέγᾰμεν, γεγάᾱτε, γεγάᾱσι· μτχ. γεγᾰώς.