δηλαδή

Revision as of 22:08, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

(cf.

   A δῆλος 11.4), Adv. clearly, manifestly, Epich.149, S.OT 1501, E.IA1366, Timocl.3 D., etc.: ironically, προφάσιος τῆσδε δηλαδή on this pretext forsooth, Hdt.4.135: freq. in answers, οὐ πόλλ' ἔνεστι δεινὰ τῷ γήρᾳ κακά;—δηλαδή yes plainly, of course, Ar. V.441: but better written divisim in such phrases as ἢ δῆλα δὴ ὅτι . .; Pl.Prt.309a, etc.; cf. δῆλα δὴ καὶ ταῦτα Id.Cri.48b.

German (Pape)

[Seite 560] natürlich, versteht sich, allerdings, oft ironisch; Soph. O. R. 1501; Her. 4, 135 u. Folgde; wo, wie Plat. Prot. init., ὅτι folgt, schreibt man richtiger getrennt δῆλα δή.

Greek (Liddell-Scott)

δηλαδή: (ἀντὶ δῆλα δή, καὶ τινες ἐκδόται οὕτω γράφουσιν), ἐπίρρ., σαφῶς, φανερῶς, προδήλως, ἐμφανῶς, Σοφ. Ο. Τ. 1501, Εὐρ. Ι. Α. 1366, κτλ.·― ὡσαύτως εἰρωνικῶς ὡς τὸ δῆθεν, προφάσιος τῆσδε δηλαδή, μὲ ταύτην «τάχα» τὴν πρόφασιν, Ἡρόδ. 4. 135· ― συνχάκις ἐπὶ ἀποκρίσεων, οὐ πόλλ’ ἔνεστι δεινὰ τῷ γήρᾳ κακά ;... δηλαδή, βεβαίως, ἐννοεῖται, Ἀριστοφ. Σφηξ. 441, πρβλ. Πλάτ. Κρίτωνι 48Β, κτλ.·

French (Bailly abrégé)

adv.
très évidemment, de toute évidence, sans doute.
Étymologie: p. δῆλα δή.

Spanish (DGE)

(δηλᾰδή)
adv. claramente, naturalmente, por supuesto - τί δὲ τόδ' ἐστι; - δ. τρίπους - ¿qué es esto? - Está claro que es un trípode Epich.178, cf. Hdt.5.118, S.OT 1501, E.IA 1366, Or.789, Ar.Ec.1157, θεὸς μὲν δ. ἀγαθὴ τύχη τ' ἔνεστιν Timocl.40, cf. Plb.6.11a.3, Plu.2.629c, εἰ δὲ ἑώρων, καὶ ἐπίστευον ἂν δ. ὥσπερ ὑμεῖς si (lo) viera, naturalmente yo también (lo) creería, como vosotros Luc.Philops.30, cf. Gall.13, Aristid.Quint.17.7, Hermog.Stat.1, 38, Id.1.6 (p.251), Philostr.VA 6.5, Im.1.1, Origenes Fr.in Ps.8.6 (p.460), IAphrodisias 1.48.2 (III d.C.), POxy.58.22 (III d.C.), Lib.Ep.1550.2, IG 22.1121.16, 30 (IV d.C.), PFlor.384.53 (V d.C.), Iust.Nou.7.9.1, Cod.Iust.1.3.52.15, 1.4.23
frec. en respuestas desde luego, por supuesto, sin duda, βασιλέως υἱὸν λέγεις <Καρῶν> ἀφῖχθαι; δ. Epig.6.5, cf. Alex.177.6
ostensiblemente τὸν ἀδελφεὸν ... δ. ἐπιτιμέων Hdt.6.39
sin duda, evidentemente παρέλαβεν αὐτόν που μεθύοντα δ., οὐκ ὄντ' ἐν ἑαυτοῦ lo agarró sin duda cuando estaba bebido, no en sus cabales Men.Sam.339, cf. 665, Plu.2.115a, Crass.22, Luc.Electr.1, Aristid.Or.47.63
c. sent. irón. προφάσιος δὲ τῆσδε δ. por este pretexto, por supuesto Hdt.4.135, cf. D.Chr.9.13, (v. tb. s.u. δῆλος, -η, -ον II 5).

Greek Monolingual

(AM δηλαδὴ και δῆλα δὴ) επίρρ.
μσν.- νεοελλ.
(ως επεξηγηματικό) ήτοι, τουτέστιν
νεοελλ.
1. (με έννοια συλλογιστική) βεβαίως λοιπόν, είναι λοιπόν φανερό («συνέχεια υπόσχεσαι και ποτέ δεν κρατάς τις υποσχέσεις σου
δηλαδή με ειρωνεύεσαι»)
2. ώστε λοιπόνδηλαδή πρέπει να φύγω»)
3. (ερωτ.) τί λοιπόν («τί δηλαδή νομίζεις;»)
αρχ.
1. σαφώς, πρόδηλα, φανερά («οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὦ τέκν' ἀλλὰ δηλαδή χέρσους φθαρῆναι κἀγάμους ὑμᾱς χρεών», Σοφ.)
2. (σε αποκρίσεις) βεβαίως, εννοείται («οὐ πόλλ' ἔνεστι δεινὰ τῷ γήρᾳ κακά;» — «δηλαδή», Αριστοφ.)
3. (ειρωνικά) δήθεν, τάχα («προφάσιος τῆσδε δηλαδή», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προήλθε από τη φράση δήλα (πληθ. ουδ. του δήλος) δη].

Greek Monotonic

δηλᾰδή: ή δῆλαδή, επίρρ., αρκετά καθαρά, πασίδηλα, ξεκάθαρα, εμφανέστατα, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.· επίσης ειρων., προφάσιος τῆσδε δηλαδή, με αυτή «τάχα» την πρόφαση, σε Ηρόδ.· σε απαντήσεις, ναι, φυσικά, βεβαίως, εννοείται, σε Αριστοφ.