διαστασιάζω

Revision as of 22:20, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

   A form into separate factions, πάντας Arist.Pol.1303b26; τοὺς ἐποίκους . . πρὸς τοὺς εὐπόρους ib.1306a3; τὸ πλῆθος, τὴν πόλιν, J.BJ1.11.5, Plu.Cam.36; set at variance, σῶμα καὶ ψυχήν J. BJ3.8.5.    II to be at variance, πρὸς σφᾶς, πρὸς ἀλλήλους, Plb. 1.82.4, etc.; τινί D.C.54.17; τοῖς ἀληθέσι Iamb.Myst.9.4: abs., ib. 4.9.

German (Pape)

[Seite 603] 1) gegen einander aufwiegeln; τινὰ πρός τινα, Arist. Polit. 5, 4; τὴν πόλιν, Plut. Coriol. 36; vgl. Rom. 23. – 2) in Uneinigkeit leben, πρὸς σφᾶς, unter sich, Pol. 1, 82, 4; vgl. 2, 18, 8 u. a. Sp.; τινί, D. C. 54, 17.

Greek (Liddell-Scott)

διαστᾰσιάζω: διαιρῶ εἰς χωριστὰς φατρίας, πάντας Ἀριστ. Πολ. 5. 4, 2· τοὺς ἐποίκους… πρὸς τοὺς εὐπόρους αὐτόθι 5. 6, 8. ΙΙ. εὑρίσκομαι ἐν διαφωνίᾳ, πρὸς σφᾶς, πρὸς ἀλλήλους Πολύβ. 1. 82, 4, κτλ.· τινι Δίων Κ. 54. 17.

French (Bailly abrégé)

être en désaccord, en dissension.
Étymologie: διά, στασιάζω.

Spanish (DGE)

I tr. c. ac. plu. o sg. colect. dividir en bandos, sembrar la discordia en o entre, enfrentar διεστασίασεν αὐτοὺς πρὸς τοὺς εὐπόρους Arist.Pol.1306a3, πάντας Arist.Pol.1303b26, τὸ πλῆθος I.BI 1.228, τὴν πόλιν D.H.11.37, Plu.Cam.36, Μακεδόνας Plu.Alex.51, cf. Rom.23, τοὺς ἥρως ref. Homero y Demóstenes, Luc.Dem.Enc.4, τὰ περὶ τὴν πρεσβείαν ... διεστασίασεν ἡμᾶς Synes.Ep.95 (p.161)
abs. οἱ ἐπὶ τῆς Ἄφρων χώρας διαστασιάζοντες Eus.VC 1.45.2
disociar τί τὰ φίλτατα διαστασιάζομεν, σῶμα καὶ ψυχήν; ¿por qué disociamos dos cosas que tanto se quieren, cuerpo y alma? I.BI 3.362.
II intr.
1 reñir, enemistarse, enfrentarse c. πρός y ac. οἱ δὲ Γαλάται ... διαστασιάσαντες πρὸς σφᾶς los galos divididos entre ellos Plb.2.18.8, cf. 1.82.4, πρὸς ἀλλήλους Plb.4.53.7, πρὸς ὑμᾶς D.H.6.50, (πρὸς ἄλληλα) Iambl.Myst.4.9, (ἀδελφός) διαστασιάζει πρὸς ἀδελφόν Basil.Gent.4, πρὸς Θηβαίους S.OC argumen.1.23
c. dat. Βαθύλλῳ D.C.54.17.5, τοῖς ἀληθέσι τἀναντία πέφυκε διαστασιάζειν la verdad siempre está en contradicción con lo que es opuesto a ella Iambl.Myst.9.4.
2 en v. med.-pas. dividirse en facciones διαστασιασθέντων τῶν δυνατῶν I.BI 1.218.
3 en v. med. sublevarse διεστασιάζετο δὲ πρὸς τὸν Ἰωάννην ἡ δύναμις I.BI 4.566.

Greek Monolingual

διαστασιάζω (Α)
1. διαιρώ σε χωριστές ομάδες, φατρίες, τάξεις
2. διαφωνώ με κάποιον.

Greek Monotonic

διαστᾰσιάζω: διαιρώ σε χωριστές φατρίες, εξεγείρω κάποιον, σε Αριστ.