δυσπαραίτητος

Revision as of 22:24, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

ον,

   A hard to move by prayer, inexorable, φρένες A. Pr.34; ὀργή Plb.30.31.13; of a person, Plu.Cat.Mi.1.    2 difficult to refuse, Id.2.531d, 602f.

German (Pape)

[Seite 686] schwer zu erbitten, zu beschwichtigen; φρένες Aesch. Prom. 34; όργή Pol. 31, 7, 13; von Personen, Plut. Cat. min. 1.

Greek (Liddell-Scott)

δυσπαραίτητος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ συγκινήσῃ τις διὰ παρακλήσεων, ἀδυσώπητος, φρένες Αἰσχύλ. Πρ. 34· ὀργή Πολύβ. 31. 7, 13· ἐπὶ προσώπου, Πλούτ. Κατ. Νεωτ. 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
inexorable.
Étymologie: δυσ-, παραιτέω.

Spanish (DGE)

-ον
1 de pers. o asim. difícil de ser conmovido con ruegos, implacable Διὸς φρένες A.Pr.34, ὀργή Plb.30.31.13, θυμός Plu.Fab.9, ὀργισθεὶς δὲ δ. cuando se irritaba, era difícil de calmar Plu.Cat.Mi.1, δ. μὲν ἐπὶ τοῖς οἰκείοις op. μεγαλόψυχος I.AI 15.356, cf. Plu.2.534c, τὸ δ. τοῦ τρόπου lo implacable de su carácter I.AI 16.151, cf. Plu.2.456f.
2 de cosas difícil de rehusar ref. al dinero, Plu.2.531d, λειτουργίαι Plu.2.602f.

Greek Monolingual

δυσπαραίτητος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα συγκινείται, αδυσώπητος.

Greek Monotonic

δυσπαραίτητος: -ον (παραιτέομαι), δύσκολος να μετατραπεί, να αλλάξει μέσω παρακλήσεων, ικεσιών· αδυσώπητος, αμείλικτος, σε Αισχύλ., Πλούτ.