ἐγχέλειος
German (Pape)
[Seite 713] ον, vom Aale; τέμαχος Ath. III, 96 b; vgl. Posidipp. bei Ath. III, 87 f.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d’anguille ; τὸ ἐγχέλειον ou τὰ ἐγχέλεια morceau ou chair d’anguille.
Étymologie: ἔγχελυς.
Spanish (DGE)
-ον
1 de anguila τέμαχος ἐ. tajada de anguila Pherecr.50.2.
2 subst. τὸ ἐ. anguila Ar.Fr.333.7, Antiph.221.4, Theophil.4.2
•plu., gastron. τὰ ἐ. tajadas de anguila ὀπτᾶτε τἀγχέλεια Ar.Ach.1043, τεύτλοισί τ' ἐγχέλεια συγκεκαλυμμένα Pherecr.113.12, cf. Call.Com.6, Posidipp.15, Ath.295d, Ael.Dion.ε 6.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ἐγχέλειος: -α, -ον, ο σχετικός με χέλι· τἀγχέλεια (κρέα), σάρκα χελιού, σε Αριστοφ.